- ἀνθεμόεις
- ἀνθεμόειςflowerymasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανθεμόεις — ἀνθεμόεις, εσσα, εν (θηλ. και ἀνθεμόεις) (Α) 1. ο ανθισμένος, ο λουλουδιασμένος 2. (για τόπο) γεμάτος λουλούδια, λουλουδάτος 3. (για μεταλλικά σκεύη ή υφάσματα) ο στολισμένος, διακοσμημένος με λουλούδια … Dictionary of Greek
Ἀνθεμόεις — masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμόεν — ἀνθεμόεις flowery masc voc sg ἀνθεμόεις flowery neut nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμόεντα — ἀνθεμόεις flowery neut nom/voc/acc pl ἀνθεμόεις flowery masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμεῦντας — Ἀνθεμόεις masc acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοέντων — Ἀνθεμόεις masc gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνθεμοέντων — ἀνθεμόεις flowery masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦντα — Ἀνθεμόεις masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦντος — Ἀνθεμόεις masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀνθεμοῦς — Ἀνθεμόεις masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)